τεσσαρεσκαίδεκα

τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσᾰρεσκαίδεκα, [dialect] Ion. [pref] τεσσερ-, οἱ, αἱ, τά,
A fourteen, the first part remaining unaltered even with a neut. Subst., as

ἔτεα τεσσερεσκαίδεκα Hdt.1.86

; or with a gen.,

μέχρι τῶν τεσσαρεσκαίδεκα Hp. Morb.3.16

:—but sts. the first part changed its gender,

τέσσαρα καὶ δέκα Simon.12

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρεσκαίδεκα — fourteen masc/fem pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρεσκαίδεκα — και τεσσαρακαίδεκα και ιων. τ. τεσσερεσκαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ, Α ο αριθμός δεκατέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α / τέσσερες + καί + δέκα] …   Dictionary of Greek

  • τετταρεσκαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα , τεσσαρεσκαίδεκα fourteen masc/fem pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσαρακαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα fourteen neut pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεσσερεσκαίδεκα — τεσσαρεσκαίδεκα fourteen masc/fem pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρακαίδεκα — οἱ, αἱ, τὰ, Α (αριθμ.) βλ. τεσσαρεσκαίδεκα …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδέκατος — και τεσσαρακαιδέκατος και τεσσαρασκαιδέκατος και ιων. τ. τεσσερεσκαιδέκατος και αττ. τ. τετταρεσκαιδέκατος, εκάτη, ον, Α ο δέκατος τέταρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + κατάλ. τος (πρβλ. δέκατος)] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκάεδρον — τὸ, Α (γεωμ.) στερεό με δεκατέσσερεις έδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + εδρον (< ἕδρα), πρβλ. ὀκτά εδρον] …   Dictionary of Greek

  • τεσσαρεσκαιδεκάκις — Α επίρρ. δεκατέσσερεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πεντ άκις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”